Γράφει ο Επίσκοπος Ωλένης
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ
Σήμερα Δ΄ Κυριακή τοῦ Ματθαίου, ἀγαπητοί μου ἀναγνῶστες, ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία τιμᾶ καί ἑρτάζει τήν μνήμη τῶν 45 μαρτύρων τῶν ἐν Νικοπόλει τῆς Ἀρμενίας μαρτυρησάντων, τό 315 μ. Χ. ,ἐπί Αὐτοκράτορος τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους Λικινίου. Οἱ Ἅγιοι ἀντέταξαν τήν ὀρθόδοξη πίστη τους πρός τούς δημίους τους, πού κήρυξε ὁ Λικί-νιος, δέν καύθησαν στά φοβερά βασανιστήρια πού ὁδηγήθηκαν, οὔτε δειλίασαν ἀπό τήν κάμινον τοῦ πυρός πού ἐρρίφθησαν καί παρέδωσαν τήν ἁγία τους ψυχή στόν Σωτῆρα Χριστόν.
Εἶναι γνωστόν ὅτι κατά τούς τρεῖς πρώτους αἰῶνες oἱ Μάρτυρες ἀποτελοῦσαν τούς “Χριστοφόρους” Ἥρωες τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Τό βαθύτερο νόημα τοῦ μαρτυρίου τους ἦταν γιά τούς πρώτους Χριστιανούς ἡ ὕψιστη ὑπαρξιακή τεκμηρίωση τῆς πίστης καί τῆς ζωῆς τους. Τό μαρτύριο δέν ἦταν μόνο μία δημόσια ὁμολογία τῆς πίστης τους, ἀλλά καί ἔμπρακτα μέ τό μαρτυρικό τους θάνατο ἀποδείκνυαν ὅτι ἀποτελοῦσαν τούς πλέον ἀληθινούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ. Μέ τό πάθος τους ἀναδεικνύονται ἄξιοι ἀθλητές τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου, καλοί καί ἀφοσιωμένοι στρατιῶτες τοῦ Βασιλέα Χριστοῦ, γιά τόν Ὁποῖο εὐχαρίστως προσέφεραν ὅ,τι εἶχαν, τή ζωή τους. Αὐτή ἡ θυσία ἦταν ἡ μέγιστη τιμή τῶν Μαρτύρων τῆς Χριστιανικῆς Πίστης, oἱ ὁποῖοι θεωροῦσαν ὡς μέγα “κέρδος… τό ἀποθανεῖν ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ”. Γνωστός εἶναι ὁ συσχετισμός μεταξύ τῶν ἡρώων-ἀθλητῶν καί τῶν χριστιανῶν Μαρτύρων. Οἱ Πατέρες καἰ οἱ ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς τῶν τεσσάρων πρώτων αἰώνων,ἀναφέρονται στό συσχετισμό μάρτυρα-ἀθλητή (ἥρωα). Ἔτσι π.χ. ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἀναφερόμενος στόν ὅσιο καί φιλόσοφο Ἥρωνα, λέγει: «Δεῦρο μοι στῆθι τῶν ἱερῶν πλησίον καί τῆς μυστικῆς ταύτης τραπέζης κἀμοῦ τοῦ διά τούτων μυσταγωγοῦντος τήν θέωσιν, oἷς σέ προσάγει λόγος καί βίος καί ἡ διά τοῦ παθεῖν κάθαρσις. Δεῦρο σέ ἀναδύσω τοῖς ἡμετέροις στεφάνοις καί ἀνακηρύξω λαμπρά τή φωνή, οὐκ ἐν Ὀλυμπίᾳ μέσῃ οὐδέν ἐν θεάτρῳ, μικρῷ τῆς Ἑλλάδος, οὐδέ ἠγωνισμένου παγκράτιον, ἤ πυγμήν ἤ δίαυλον, ἤ τί τῶν μικρῶν ἀγωνισμάτων καί ἐπί μικροῖς τοῖς ἄθλοις, οὐδέ εἰς τιμήν ἡρώων τινος ἤ δαιμόνων,… ἀλλ’ ἐναντίον (=ἐνώπιον) Θεοῦ καί ἀγγέλων καί παντός τοῦ τῆς Ἐκκλησίας πληρώματος» ( Ε.Π.Ε., τόμος 3ος, σ. 252-255). Στήν ἀρχαία Ἐκκλησία, ἤδη ἀπό τό 2ο αἰῶνα, ἦταν διαμορφωμένη ἡ λεγόμενη “Θεολογία τοῦ Μαρτυρίου”, ὅπως ἀποδεικνύεται στό περίφημο κείμενο τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου. Ἔτσι, σύμφωνα μέ τό περιεκτικό αὐτό κείμενο, τό μαρτύριο ἀποτελεῖ μίμηση τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου, τοῦ πρώτου τῶν μαρτύρων, τοῦ “Αρχιμάρτυρος” Χριστοῦ. Oἱ πρῶτοι μιμητές τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου ὑπῆρξαν oἱ Ἀπόστολοι, oἱ ὁποῖοι ὀρθῶς χαρακτηρίζονται ὡς oἱ κατ’ ἐξοχήν Μάρτυρες. Διάχυτη ἐπίσης ἦταν ἡ πίστη ὅτι ὁ Κύριος παρευρίσκεται κατά τήν ὥρα τῶν παθῶν τοῦ μάρτυρα καί τόν ἐνισχύει στόν ἀγῶνα του, ἐνῶ ὁ μάρτυρας αἰσθάνεται νά πληροῦται ἀπό τή θεία Χάρη. Ἔτσι oἱ Μάρτυρες θεωροῦνται ὡς oἱ κατ’ ἐξοχήν “χριστοφόροι, θεοφόροι, πνευματοφόροι”. Ἡ μεγάλη σημασία τοῦ μαρτυρίου ἐπεκτείνεται καί στούς ἄλλους πιστούς Χριστιανούς, διά μέσου τοῦ λαμπροῦ παραδείγματος καί τοῦ πνευματοφόρου κηρύγματος τοῦ μάρτυρα. Εὐνόητη εἶναι ἡ θεολογικο-εκκλησιαστική σπουδαιότητα τοῦ Μαρτυρίου, ἀφοῦ ἀποτελεῖ δύναμη ἐνθουσιαστική, στερεωτική, θεμελιωτική, καί μάλιστα μυστηριακή. Ἡ τοπική Ἐκκλησία θεμελιοῦται, ἀναπτύσσεται καί εὐδοκιμεῖ διά τοῦ αἵματος καί τῆς θυσίας τῶν μαρτύρων. Μετά τήν Ἁγία Γραφή, ἰδιαίτερη πνευματική σπουδαιότητα γιά τήν τόνωση τῆς πίστης καί τή σωτηρία μας ἔχουν τά Συναξάρια τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας. Δι’ αὐτῶν, καί διά τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κηρύγματος, οἱ ἅγιοι καί μάρτυρες καί ὁμολογητές ὅλων τῶν αἰώνων μᾶς μιλοῦν ἐσωτερικά καί καρδιακά γιά τήν ἀξία τῆς λειτουργικῆς σύναξης, τήν Θ. Εὐχαριστία, τή σύνδεση μέ τόν Χριστό, τήν καθημερινή μαρτυρία τῆς συνείδησης καί τήν ἀντίσταση στούς πειρασμούς, τήν ὁμολογία τῆς πίστης καί τήν μαρτυρία διά τοῦ ἰδίου αἵματος ἄν χρειαστεῖ, ἀναγγέλλοντες τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ἕως ὅτου ἔρθει ἐκ νέου κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς. Αὐτήν τήν μαρτυρία καλούμεθα νά ἐκδηλώνουμε δημόσια καί νά εἴμεθα βέβαιοι ὅτι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ μέ τίς πρεσβεῖες τῶν Ἁγίων Μαρτύρων θά μᾶς σκεπάζει, γιά νά ἐπιτελοῦμε τό καθῆκον μας καί νά καταστοῦμε οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ καί μέτοχοι τοῦ Παραδείσου.
ΑΜΗΝ. |