Γράφει ο Επίσκοπος Ωλένης
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ
Σήμερα Κυριακή τοῦ Θωμᾶ, ἀγαπητοί μου ἀναγνῶστες, ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς ὑπενθυμίζει τό γεγονός τῆς ψηλαφήσεως τῆς πλευρᾶς τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου ὑπό τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ, ὄχι γιατί ἀποτελεῖ συνέχεια τῶν γεγονότων πού ἀκολούθησαν τό Πάσχα καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας, ἀλλά κυρίως ἐπειδή μᾶς δίνει μία ἄμεση μαρτυρία γιά τήν ἀλήθεια τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Δέν εἶναι εὔκολο νά πιστέψει κανείς ὅτι πράγματι ὁ Χριστός ἀνεστήθη καί πολύ περισσότερο ὅταν ἡ χριστιανική πί-στη ἔχει θεμελιωθεῖ στήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος θά διακηρύξει ὅτι: «Εἰ δέ Χριστός οὐκ ἐγήγερται,κενόν ἄρα τό κήρυγμα ἡμῶν, κενή δέ καί ἡ πίστις ἡμῶν»(Α΄Κορινθ. ΙΕ΄, 14).
Αὐτός ἦταν ὁ λόγος πού ἀπό τήν πρώτη στιγμή οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι προσπάθησαν νά διαδώσουν ὅτι ὁ Χριστός δέν ἀναστήθηκε, ἀλλά οἱ Μαθητές Του ἔκλεψαν τό νεκρό Του σῶμα. Ἀλλά καί διάφοροι μεταγενέστεροι ἀρνητές, ἐπεχείρησαν νά ἀποδώσουν τήν πίστη τῶν Ἀποστόλων σέ ἕνα εἶδος ὁμαδικῆς παραίσθησης.Γιά τίς φῆμες τῶν Φαρισαίων ἀπόδειξη ὅτι ἦταν ψευδεῖς ἀποτελεῖ ἡ κουστωδία,ἡ στρατιωτική δηλαδή φρουρά πού φρουροῦσε τόν Τάφνο τοῦ Κυρίου, τήν ὁποίαν οἱ ἴδιοι οἱ Γραμ-ματεῖς ἀπαίτησαν ἀπό τόν Πιλάτον νά τεθεῖ, ὥστε νά ἀποτραπεῖ ἡ κλοπή τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Γιά τίς φῆμες ὅτι οἱ Ἀπόστολοι εἶχαν παραισθήσεις, ἀπόδειξη περί τοῦ ἀντιθέτου ἀποτελεῖ ἡ ψηλάφηση τοῦ Θωμᾶ. Γι’αὐτό οἱ ὑμνογράφοι τῆς Ἐκκλησίας ἀπο-καλοῦν «καλή» τήν ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ, ἐπειδή ἀποτελοῦσε ἔκφραση τῆς ἐπιθυμίας τοῦ μαθητοῦ νά δεῖ καί ὁ ἴδιος τόν Ἀναστημένο Κύριο. Ἀλλά καί στό πρόσωπο τοῦ Θωμᾶ γινόμαστε καί ἐμεῖς διαχρονικά μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως.
Ἀπαντώντας στήν ὁμολογία τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ, ὁ Θεάνθρωπος Κύριος μακάρισε ἐκείνους πού πιστεύουν χωρίς νά Τόν ἔχουν δεῖ. Μακάρισε καί ἐμᾶς ὁ Κύριος μαζί μ’ ὅλους ὅσοι δέν Τόν εἶδαν μέ τά σωματικά τους μάτια. Μακάρισε καί ἐμᾶς, πού βρισκόμαστε τόσο μακριά Του χρονικά καί τοπικά. Μᾶς μακά-ρισε τότε πού στεκόταν ἀνάμεσα στούς Ἁγίους Ἀποστόλους Του μέ τήν ἀνθρώπινη φύση, πού τήν εἶχε προσλάβει, τήν εἶχε προσφέρει θυσία γιά τήν ἀνθρωπότητα καί, τελικά, τήν εἶχε δοξάσει, ἀνασταίνοντάς την. Μακάριοι καί ἐμεῖς, πού δέν Τόν εἴδαμε, ἀλλά πιστεύουμε σ’ Αὐτόν.
Ἡ οὐσία βρίσκεται στήν πίστη. Αὐτή φέρνει τόν ἄνθρωπο κοντά στόν Θεό καί τόν κάνει παιδί τοῦ Θεοῦ. Αὐτή θά παρου-σιάσει τόν ἄνθρωπο στόν Θεό. Αὐτή, τήν τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς τοῦ πρόσκαιρου τούτου κόσμου καί κατά τήν ἀπαρχή τῆς αἰώνιας ἡμέρας, θά βάλει τόν ἄνθρωπο στά δεξιά τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἀτενίζει αἰώνια τόν Θεό, γιά νά εὐφραίνεται αἰώνια μέ τόν Θεό, γιά νά βασιλεύει αἰώνια μαζί μέ τόν Θεό.
«Μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες»(Ἰωάν. Κ΄,29). Μέ αὐτά τά λόγια ὁ Κύριος συνένωσε τούς πιστούς ὅλης τῆς γῆς καί ὅλων τῶν ἐποχῶν μέ τούς Ἀποστόλους Του. Τό ἴδιο εἶχε κάνει, ὅταν προσευχήθηκε στόν Πατέρα Του, λίγο πρίν ὁδηγηθεῖ στά παθήματα καί τόν θάνατο γιά τή σωτηρία μας.
Μέσῳ τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας βρισκόμαστε σέ διαρκῆ κοινωνία μέ τόν Χριστό.Ἡ ζωντανή πίστη κάνει τόν Θεό, πού εἶναι ἀόρατος μέ τά μάτια τοῦ σώματος, ὁρατό μέ τό μάτι τῆς ψυχῆς (Ἑβρ. ΙΑ΄, 27). Μυστικά μᾶς ἀποκαλύπτει τόν Θεάνθρωπον Κύριο ἡ ζωή,πού εἶναι σύμφωνη μέ τίς ἐντολές Του.
Ἄς ἀκολουθήσουμε ἑπομένως τόν Ἀπόστολο Θωμᾶ, καί ἄς δοξολογήσουμε τόν Ἀναστάντα Κύριον. Ἄς τόν προσκυνήσουμε καί ἄς ἀναφωνήσουμε καί ἐμεῖς, «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου» Ἄς ἔχουμε πίστη ἀκράδαντη καί σταθερή, ὅτι ὁ σαρκωθείς Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, πού σταυρώθηκε γιά τίς ἁμαρτίες μας καί κατῆλθε μέχρι τόν Ἅδη, ὄντως ἀναστήθηκε τήν τρίτη ἡμέρα, παρέχοντας στόν καθένα, πού πιστεύει σέ Αὐτόν, ζωή καί ἀφθαρσία καί χαρά καί Ἀνάσταση, τήν ὁποία σᾶς εὔχομαι ὁλόψυχα νά γευθοῦμε.
ΑΜΗΝ