Γράφει ο Επίσκοπος Ωλένης
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ
Σήμερα Κυριακή τῆς Τυρινῆς, ἀγαπητοί μου ἀναγνῶστες,ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς ὑπενθυμίζει τήν ἔξωση τῶν Πρωτο-πλάστων ἀπό τόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἀνυπακοῆς τους στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Θυμόμαστε τόν χαμένον Παράδεισο τοῦ Θεοῦ, τήν τιμή πού μᾶς ἔκανε ὁ Πλαστουργός νά μᾶς δημιουργήσει κατ’εἰκόνα καί καθ’ὁμοίωσί Του, δίνοντάς μας μία βαθειά καρδιά, πού μπορεῖ νά φέρει μέσα της τήν ζωντανή καί παράδοξη αἴσθηση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἡ Κοινωνία μαζί Του εἶναι ἡ εὐδαιμονία μας καί ὁ Παράδεισός μας.
Γι’αὐτό μαζί μέ τόν ὑμνογράφο ἐπαναλαμβάνουμε «Παρά-δεισε πανάρετε, πανάγιε, πανόλβιε, ὁ δ’Ἀδάμ πεφυτευμένος καί διά τήν Εὔα κεκλεισμένος,ἱκέτευσον Θεόν διά τόν παραπεσόντα. Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με τόν παραπεσόντα. (οἶκος ὄρθρου Κυριακῆς Τυρινῆς). Ὁμολογοῦμε μέ τόν τρόπον αὐτόν ὅτι ἡ ἁμαρτία πού προηγήθηκε μᾶς στέρησε τήν χαράν τοῦ Παραδείσου τοῦ Θεοῦ καί ἔτσι βρισκόμαστε ἐξόριστοι καί ἀναζητητές τοῦ κάλλους τοῦ Θεοῦ.
Ζοῦμε μέσα στήν Κόλαση τῶν πολέμων καί τῶν κοινωνικῶν προβλημάτων.Ζοῦμε μέ τήν ἀσθένεια τῆς πανδημίας τοῦ Κο-ρωνοϊοῦ καί τῶν πολλαπλῶν μορφῶν καρκίνου καί τῆς χολέρας, τῆς πείνας καί τῆς φτώχειας, τῆς ἔλλειψης ἀσφάλειας, τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας.Ζοῦμε μέ τό πρόβλημα τοῦ μίσους καί τῆς κακίας, τοῦ φανατισμοῦ καί τῆς ἀδιαφορίας στά προβλήματα τῶν διπλανῶν μας.Ζοῦμε μέ τά προβλήματα τῶν πολεμικῶν συγ-κρούσεων καί τῆς τρομοκρατίας, τῶν προβλημάτων τῶν ἐκτο-πισμένων, τῶν προσφύγων καί τῶν μεταναστῶν, ζοῦμε μέ τά προβλήματα τῆς οἰκονομικῆς κρίσης καί τῆς διαφθορᾶς.
Ζοῦμε σέ μία ἐποχή πού ὁ ὑλισμός περιορίζει τίς δυνατότητές μας γιά μία δημιουργική πνευματική πορεία. Ἔχουμε τήν ἐντύ-πωση ὅτι ἡ ἁμαρτία κυριαρχεῖ παντοῦ. Ἡ μόνη μας ἐλπίδα εἶναι νά ἀκολουθήσουμε τό παράδειγμα τῶν ἁγίων μας, νά ζήσουμε τή ζωή τους, νά ἀναγεννηθοῦμε πνευματικά μέσα ἀπό τήν μετά-νοιά μας γιά νά μπορέσουμε νά γίνουμε τό φῶς τοῦ κόσμου.
Μέ τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι γνωστή ὡς προπα-τορικό ἁμάρτημα, ὁ πόνος καί ἡ θλίψη ἔγιναν μέρος τῆς ζωῆς μας. Καθημερινά γευόμαστε τήν Κόλαση. Γιά τήν κατάσταση αὐτή εὐθύνονται τόσο οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι μέ τήν παρακοή τους ὅσο καί ἡ συνεργεία τοῦ διαβόλου, ὡς καί ὅσοι ἀπό ἐμᾶς συνεχίζουμε τόν δρόμο τῆς ἀνυπακοῆς καί τῆς ἁμαρτίας ἀμετανόητοι.
Ἡ ἀνυπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ὁδήγησε στήν ἀπομά-κρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Παράδεισο, ἡ ὑπακοή μας στίς θεῖες ἐντολές τοῦ Θεοῦ θά μᾶς ὁδηγήσει πάλι στόν Παράδεισο. Τό χαρακτηριστικό γνώρισμα τῶν θείων ἐντολῶν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἄδολη ἀγάπη καί ἡ καλή διάθεση νά συγχωροῦμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον.
Μέσα ἀπό τήν ἄδολη ἀγάπη μας πρός τούς συνανθρώπους μας γινόμαστε ἄξιοι τοῦ μεγαλείου τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, πού ἐκφρά-ζεται μέ τήν πραγματοποίηση τῆς ἐλπίδας μας γιά σωτηρία, τόν ἁγιασμόν μας καί τήν κληρονομία τοῦ Παραδείσου.
Ἡ ἀγάπη πού ἐκδηλώνεται ἀβίαστα, ἁπλά καί ταπεινά, χωρίς ἰδιοτέλεια καί συμφέρον, σάν μία προσφορά πρός τόν συνάν-θρωπο καί πού τήν ὀνομάζουμε ἐλεημοσύνη, θά εἶναι ἐκείνη πού θά μᾶς παρουσιάσει στόν Χριστό καί θά συνηγορεῖ στήν σωτηρία μας.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μᾶς βεβαιώνει ὅτι: «Ἡ δύναμη τῆς ἐλεημοσύνης εἶναι ἀθάνατο πρᾶγμα καί ἄφθαρτο καί δέν εἶναι δυνατόν νά σβήσει ποτέ. Ἀνθρώπινα πράγματα διαλύονται, ὁ δέ καρπός τῆς ἐλεημοσύνης παραμένει διαρκῶς ἀμάραντος, χωρίς νά ἐμποδίζεται ἀπό καμμία δυσκολία τῶν καιρῶν.Γιατί, καί ἄν ἀκόμη τό σῶμα διαλυθεῖ, ἐκείνη δέν διαλύεται μαζί μέ τόν ἐπίγειο βίο, ἀλλά ἀναχωρεῖ μπροστά ἀπό τό σῶμα γιά νά προετοιμάσει τόπους κατοικίας γι’αὐτό» (Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ΕΠΕ, 6,438).
Βιώνοντας αὐτές τίς θεῖες ἀρετές νά εἴμεθα βέβαιοι ὅτι αὐτός εἶναι ὁ μόνος τρόπος γιά νά γίνουμε ἄξιοι καί μέτοχοι τοῦ Παραδείσου.ΑΜΗΝ.