Γράφει ο Επίσκοπος Ωλένης
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ
Χθες Κυριακή, ἀγαπητοί μου ἀναγνῶστες, ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία εόρτασε τήν μετάσταση τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου καί Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἠγαπημένου μαθητοῦ τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος, μέσα ἀπό τό Εὐαγγέλιό του, τίς τρίς Ἐπιστολές του καί τήν Ἀποκάλυψι περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλον στά νοήματα τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ, καί τήν ἀναλύει μέ γνώμονα τήν πρώτη καί κύρια ἐντολή τοῦ Θεοῦ, τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης. Γι’αὐτό καί ἔχει προσλάβει τόν χαρακτηρισμό τοῦ Θεολόγου καί τοῦ «Εὐαγγελιστοῦ τῆς ἀγάπης».
Στίς ἐπιστολές του ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ πηγή τῆς ἀγάπης εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, καί ἀπόδειξη περί αὐτοῦ ἀποτελεῖ ἡ σταυρική θυσία τοῦ Μονογενοῦς Του Υἱοῦ, καταλήγει δέ μέ τή διαπίστωση ὅτι ἐφ’ὅσον ὁ Θεός μᾶς ἀγαπᾶ τόσο πολύ, ὀφείλουμε κι ἐμεῖς νά ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Κανείς βέβαια δέν ἔχει δεῖ τόν Θεό, ὅταν ὅμως ἔχουμε ἀγάπη μεταξύ μας, τότε ὁ Θεός κατοικεῖ μέσα μας καί ἔχουμε τήν τέλεια ἀγάπη Του, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Συνδέει μάλιστα τήν ἀπόκτηση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μέ τήν πίστη στόν Ἰησοῦ Χριστό καί ὁμολογεῖ: «ἐμεῖς ἐγνωρίσαμε τήν ἀγάπη πού ἔχει γιά μᾶς ὁ Θεός, καί πιστέψαμε σέ αὐτήν. Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, κι ἐκεῖνος πού παραμένει στήν ἀγάπη μένει μέ τόν Θεό καί ὁ Θεός μέ αὐτόν»(Α’Ἰωάννου Α΄, 16).
Στήν ἀγάπη δέν ὑπάρχει φόβος, ἀλλά ἡ τέλεια ἀγάπη διώχνει τόν φόβο. Ἑπομένως, ἀγαπᾶμε τόν Θεό ὄχι ἀπό φόβο, ἀλλά γιατί πρῶτος Αὐτός μᾶς ἀγάπησε. Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό, γιά τήν ὁποία κυρίως μᾶς μιλάει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ἀποτελεῖ ὁμολογουμέ-νως ἕναν δύσκολο ἄθλο γιά τόν καθένα μας. Αὐτό συμβαίνει κυρίως γιά δύο λόγους:
Πρῶτον, ὅταν μιλᾶμε γιά τήν ἀγάπη, μέσα στά ἀνθρώπινα ὅρια, τήν ἀντιλαμβανόμαστε ὡς συναίσθημα πού πηγάζει ἀπό τόν ψυχικό μας κόσμο, κάτι τό ὁποῖο δίνουμε ἀπό τόν ἑαυτό μας, ἀπό τήν καλοσύνη μας, ἀπό τήν ἴδια μας τήν καρδιά. Ἡ ἀγάπη ὅμως τοῦ Θεοῦ εἶναι διαφορετική.Πηγάζει ὄχι ἀπό ἐμᾶς, ἀλλά ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό. Ἡ χριστιανική δηλαδή ἀγάπη δέν εἶναι ἁπλά μία ἀρετή πού πηγάζει ἀπό μέσα μας, ἀλλά ἡ μετοχή μας στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καί ἡ ἀντιπροσφορά της πρός τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο. Μία τέτοια ἀγάπη, ἐφ’ ὅσον δέν ἀποτελεῖ προϊόν τοῦ δικοῦ μας ψυχισμοῦ, δέν ὑπόκειται σέ ματαπτώσεις, δέν εἶναι συναίσθημα ἀλλά στάση ζωῆς καί ὑπαγορεύει τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἀντιμετωπίζουμε τήν καθημερινότητά μας, τούς συνανθρώπους μας, τή ζωή μας ὁλόκληρη. Ἡ ἀγάπη κατά τόν Ἀπ. Παῦλον «πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει. Ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει» (Α΄ Κορ. 13, 7-8).
Ἡ δεύτερη δυσκολία γιά τήν ἀπόκτηση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅτι δέν μποροῦμε νά δοῦμε τόν Θεό. Ἡ ἀγάπη προϋποθέτει τήν προσωπική γνωριμία τοῦ ἄλλου. Πῶς νά ἀγαπήσει κανείς κάποιον πού δέν γνωρίζει, κάποιον πού δέν βλέπει; Ἄν αὐτό εἶναι σχεδόν ἀδύνατο γιά τίς διαπροσωπικές σχέσεις, πολύ περισσότερο γιά τόν Θεό. Τήν ὑπέρβαση αὐτή μόνο ἡ πίστη μπορεῖ νά πραγματώσει. Ἡ πίστη στόν Ἰησοῦ Χριστό, τόν σαρκωθέντα Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, γιά τόν ὁποῖο ἔχουμε τίς ἄμεσες μαρτυρίες τῶν Ἀποστόλων, πού Τόν εἶδαν, Τόν γνώρισαν καί Τόν πίστεψαν. Ἡ μαρτυρία τῶν ἁγίων Ἀπο-στόλων καθιστᾶ τήν πίστη μας πρός τόν Θεό βεβαία, «πραγμάτων ἔλεγχος μή βλεπομένων» (Ἑβρ. ΙΑ΄,1). Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης συνδέει τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό μέ αὐτή πρός τόν συνάνθρωπο. Ἡ ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο ἀποκτᾶ ἑπομένως μία διπλῆ λειτουργία: Γίνεται ἡ γέφυρα γιά νά γνωρίσουμε καί νά ἀγαπήσουμε τόν Θεό καί παράλληλα ἀποτελεῖ τό κριτήριο τῆς αὐθεντικότητας τῆς ἀγάπης μας πρός τόν Θεό.
Αὐτή ἡ ἀγάπη μᾶς συνδέει μέ τόν Αἰώνιον καί Δημιουργόν μας Θεόν καί μᾶς καθιστᾶ μετόχους τῆς Βασιλείας Του.
ΑΜΗΝ.