Γράφει ο Επίσκοπος Ωλένης
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ
Σήμερα Κυριακή τοῦ Τυφλοῦ, ἀγαπητοί μου ἀναγνῶστες, ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς ὑπενθυμίζει τό θαῦμα πού ἐπετέλεσε ὁ Κύριός μας, πού εἶναι ἡ πηγή τοῦ φωτός, δίδοντας τό φῶς εἰς τόν ἐκ γενετῆς τυφλόν. Εἰς τήν μετά ταῦτα συνάντηση τοῦ θεραπευμένου Τυφλοῦ μετά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τήν διαβε-βαίωση τοῦ τυφλοῦ ὅτι Τόν πιστεύει, ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπαντᾶ:«Eἰς κρῖμα ἐγώ εἰς τόν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἵνα οἱ μή βλέποντες βλέπωσι καί οἱ βλέποντες τυφλοί γένωνται» (Ἰωάν. Θ΄, 39).
Τά λόγια αὐτά δέν μποροῦσαν ν’ ἀφήσουν ἀδιάφορους τούς ὑπερήφανους «σοφούς» καί «δικαίους» τοῦ κόσμου τούτου, ὅπως ἦταν οἱ Φαρισαῖοι. Ἐξαιτίας τῆς φιλαυτίας τους καί τῆς μεγάλης ἰδέας πού εἶχαν γιά τόν ἑαυτό τους, αἰσθάνθηκαν θιγμένοι ἀπό τήν παρατήρηση τοῦ Κυρίου. Ἀντέδρασαν, λοιπόν, μέ μίαν ἐρώτηση, πού ἐκφράζει τήν ἀγανάκτηση καί τήν ἔπαρσή τους, ἀλλά συνάμα καί τή χλευαστική τους διάθεση καί τόν φθόνο τους καί τήν περιφρόνησή τους πρός τόν Χριστό: «Μή καί ἡμεῖς τυφλοί ἐσμέν;» (Ἰωάν. Θ΄,40).
Εἰς τήν ἐρώτηση τῶν Φαρισαίων ὁ Κύριος ἀπανατᾶ: «Εἰ τυφλοί ἦτε, οὐκ ἄν εἴχετε ἁμαρτίαν∙ νῦν δέ λέγετε ὅτι βλέπο-μεν∙ ἡ οὖν ἁμαρτία ὑμῶν μένει»· Δηλαδή ἄν ἤσασταν τυφλοί, δέν θά ἤσασταν ἔνοχοι∙ τώρα, ὅμως, λέτε μέ βεβαιότητα ὅτι βλέπετε· ἡ ἐνοχή σας, λοιπόν, παραμένει» (Ἰωάν.Θ΄,41).
Πόσο φοβερή ἀσθένεια τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἔπαρση! Στά ἀνθρώπινα ἔργα, στερεῖ ἀπό τόν ὑπερόπτη τή βοήθεια καί τή συμβουλή τοῦ πλησίον. Καί στό ἔργο τοῦ Θεοῦ, στό ἔργο τῆς σωτηρίας, στέρησε ἀπό τούς ἀλαζόνες Φαρισαίους τῆς ἐποχῆς τοῦ Κυρίου καί στερεῖ ἀπό τούς Φαρισαίους κάθε ἐποχῆς τόν πιό πολύτιμο θησαυρό, τή θεία δωρεά πού ἔφερε ἀπό τόν οὐρανό ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, τούς στέρησε καί τούς στερεῖ τή θεία ἀποκάλυψη καί τή μακαρία κοινωνία μέ τόν Θεό, κοινωνία πού προϋποθέτει τήν ἀποδοχή αὐτῆς τῆς ἀποκαλύψεως.