Γράφει ο Επίσκοπος Ωλένης
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ
Σήμερα Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀγαπητοί μου ἀναγνῶστες, ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει τήν νίκη της κατά τῆς αἵρεσης τῆς εἰκονομαχίας.Σέ μία ἐποχή ὅπου πάμπολλοι παραμορφωτικοί φακοί ὑπάρχουν, πού διαστρεβλώνουν τήν ἀλήθεια. Ἡ Κυριακή τῆς ᾽Ορθο-δοξίας, γιά μία ἀκόμη φορά, ἔρχεται μέ τήν ἀνάμνηση τῆς ἀναστή-λωσης τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων νά μᾶς ὑπενθυμίσει τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στήν ζωή μας μέ τήν κατά σάρκα Γέννησί Του.
Σήμερα, αὐτό πού τιμᾶται, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος, στήν ὁλότητά του ὡς ψυχή καί ὡς σῶμα, ὡς κάτι τό ἄϋλο ἀλλά καί κάτι τό ὑλικό, ὡς κάτι τό ἀόρατο, ἀλλά καί ὡς κάτι τό ὁρατό. Σήμερα ὁ ἄνθρωπος, τόν ὁποῖο τόσο βάναυσα ὁ ὑλικός πολιτισμός ὑποβίβασε σέ ἀπρόσωπη ὀντότητα καί τόν μετέβαλε σέ ὕπαρξη χωρίς ὄνομα, χωρίς ἀξία καί χωρίς σημασία, ἀποκαθίσταται.
Οἱ εἰκονομάχοι ἀπηγόρευαν τήν ἀπεικόνιση τοῦ Χριστοῦ ὡς ὑπο-τιμητική γιά τήν θεότητά Του, ἀποδομοῦσαν κατ’ οὐσίαν τό θεμελι-ωδέστερο στοιχεῖο τοῦ σχεδίου τῆς θείας οἰκονομίας.Ἔτσι ἐπεχείρη-σαν νά ἐπιβάλουν ἕνα τύπο πνευματικῆς ζωῆς, πού ἀπεχθάνεται τό σῶμα καί θεωρεῖ τήν ὑλικότητα παντελῶς ξένη πρός τό πνεῦμα.
Ἡ εἰκονομαχία, μέ τήν ἄρνηση τῆς δυνατότητας ἐξεικονισμοῦ τοῦ Κυρίου καί τῶν Ἁγίων, διότι τάχα ἔτσι ὑπῆρχε ἐκτροπή πρός τήν εἰδωλολατρία, ἀρνεῖτο τό πιό καίριο στοιχεῖο τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκά-λυψης, δηλαδή ὅτι ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος εἰς τό πρόσωπον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἄρνηση αὐτή σήμαινε ταυτοχρόνως καί τήν μή ἀποδοχή τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν σαρκωθέντα προαι-ώνιον Λόγον τοῦ Θεοῦ. Πάνω σ᾽ αὐτήν τήν πραγματικότητα κρίθηκε ἀπαρχῆς ἡ ἀλήθεια τῆς πίστεως ἀπό τήν αἵρεση, ὅπως τό διατύπωσε ἀνάγλυφα ὁ Ἅγιος ᾽Ιωάννης ὁ Θεολόγος: «Πᾶν πνεῦμα ὅ ὁμολογεῖ ᾽Ιησοῦν Χριστόν ἐν σαρκί ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι∙. καί πᾶν πνεῦμα ὅ μή ὁμολογεῖ τόν ᾽Ιησοῦν Χριστόν ἐν σαρκί ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔστι»(Α΄Ἰωάννου Δ, 2-3).Ἡ νίκη, λοιπόν, τῆς ᾽Εκκλη-σίας μέ τήν ἀποκατάσταση τῶν εἰκόνων ἦταν ἡ διακήρυξη, γιά μία ἀκόμη φορά, ὅτι «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (᾽Ιωάν. 1, 14).
Ἔτσι ἡ ὕπαρξη τῶν εἰκόνων στήν ᾽Εκκλησία μας λειτουργεῖ ἀφ’ἑνός ὡς ἕνα εἶδος ἐποπτικοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, ἀφ’ἑτέρου ὡς διαρκής προτροπή γιά τόν ὀρθό προσανατολισμό τοῦ πιστοῦ, νά βλέπει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ σκοπός τῆς ζωῆς του. Οἱ εἰκόνες, δηλαδή, στήν ᾽Εκκλησία δέν ὑπάρχουν γιά λόγους αἰσθητικῆς, ἀλλά ἀποτελοῦν τήν αἰσθητοποίηση τῆς πίστεως καί παραπέμπουν σέ ὅ,τι συνιστᾶ αὐτοσυνειδησία τῆς ᾽Εκκλησίας.
Κριτήριο, λοιπόν, στήν Ὀρθοδοξία εἶναι ὅ,τι κρατάει ζωντανή τή σχέση τοῦ πιστοῦ μέ τόν Χριστό, κι’αὐτό τό κριτήριο λειτούργησε καί στόν ἀγῶνα γιά τίς εἰκόνες. Ἡ σχέση μέ τόν Χριστό ἀποτελεῖ τόν θησαυρό τῆς πίστεως, γι᾽ αὐτό καί κάθε τί ἄλλο ὑποβαθμίζεται ἤ ἀπορρίπτεται ὡς ἀνάξιο λόγου. Ὁ Ἀπόστολος Παύλος διεκήρυξε ὅτι «ἡγοῦμαι πάντα σκύβαλα εἶναι, ἵνα Χριστόν κερδήσω» (Φιλ.Γ, 8). ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή, καταλαβαίνουμε ὅτι στήν πίστη μας δέν βρῆκαν καθόλου χῶρο νά παγιωθοῦν οἱ ὅποιες τάσεις παρουσιά-στηκαν ἰδεολογοποιήσεως τῆς Ὀρθοδοξίας ἤ κατανόησής της μέ τρόπο φανατικό καί ζηλωτικό. Διότι καί ἡ ἰδεολογία καί ὁ φανα-τισμός καί ὁ ζηλωτισμός διαγράφουν ἐντελῶς καί διά μιᾶς τή ζωντα-νή σχέση μέ τόν Κύριο,διότι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη (Α´ ᾽Ιωάν. 4, 16).
Αὐτό ἀκριβῶς προβάλλει πάνω ἀπό ὅλα ἡ Κυριακή τῆς Ὀρθο-δοξίας μέ τήν ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων, γεγονός πού συνιστᾶ καί τήν πρόκληση γιά νά μετρήσουμε καί τίς δικές μας ὀρθόδοξες ἀντο-χές. Αὐθεντικός ἑαυτός δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τήν ἀποκαταστημένη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα μας, ἡ ὁποία λειτουργεῖ σωστά, ὅταν πορεύ-εται πάνω στίς ράγες τῆς ἀγάπης. Ἡ Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας ἑορ-τάζεται ὅταν μᾶς βρίσκει νά ζοῦμε ὡς ὁ Χριστός ἐπί τῆς γῆς, ἔχο-ντας ὡς γνώρισμά μας τήν ἀγάπη ᾽Εκείνου πρός τόν Θεό καί πρός τόν συνάνθρωπο. Ἡ ὕπαρξη τῆς ἀγάπης εἶναι αὐτή πού ἀποκαλύ-πτει τόν βαθμό τῆς ὀρθοδοξίας μας. Πατᾶμε στέρεα πάνω στήν ἀλή-θεια τῆς παράδοσης τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἀποστόλων καί φανερώ-νουμε τό στέρεο αὐτό πάτημά μας μέ τό βίωμα τῆς ἀγάπης μας, ἔτσι ἀλήθεια καί ἀγάπη συνυπάρχουν στήν πορεία τῆς ᾽Εκκλησίας μας.
Καλούμεθα νά παραμείνουμε μέσα στόν ὀρθόδοξο χῶρο τῆς Ἐκκλησίας , νά ἀναστηλώσουμε τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα μας, διά νά ὁδηγηθοῦμε ἀπό τήν ἐπίγεια Ἐκκλησία εἰς τήν ἐπουράνιο θριαμβεύουσα Ἐκκλησία.
ΑΜΗΝ.