Γράφει ο Επίσκοπος Ωλένης
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ
Σήμερα Κυριακή τῆς Τυρινῆς, ἀγαπητοί μου ἀναγνῶστες, ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς ὑπενθυμίζει τήν ἐξορία τῶν Πρωτοπλά-στων ἀπό τόν Παράδεισο.Αἰτία εἶναι ἡ ἀμφισβήτηση τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ καί τῶν ὑποσχέσεών Του, ὅτι δηλαδή διά τῆς ὑπακοῆς των στήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ νά μή φᾶνε ἀπό τό δένδρον τοῦ γι-γνώσκειν καλό καί πονηρόν, θά παρέμεναν εἰς τόν Παράδεισον τῆς τρυφῆς καί θά ἀπελάμβαναν τήν αἰώνια ζωή καί μακαριό-τητα. Ἀποτέλεσμα τῆς παρακοῆς των ἦτο νά γεμήση ἡ ζωή τους ἀπό ἀγκάθια καί τριβόλια καί νά γευθοῦν τήν φθορά καί τόν θάνατον.
Διά νά ἀποφύγουμε τίς συνέπειες τῆς παρακοῆς τῶν Πρωτο-πλάστων, πρέπει νά ὑπακούουμε στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί νά ἐφαρμόζουμε τό θέλημά Του. Ὁ Χριστός μᾶς ὁμιλεῖ νά συγχω-ροῦμε τούς συνανθρώπους μας καί νά ἐκφράζουμε τήν ἀγάπη μας πρός αὐτούς, γιά νά τύχουμε τῆς συγγνώμης ἀπό τόν Θεόν.
Κρινόμεθα βάσει τῆς ἔμπρακτης ἐφαρμογῆς τῆς ἀγάπης μας ὡς μέλη τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας. Ὁ Θεός δέν ἔπλασε ἄτομα, αὐτόνομα καί ἀνεξάρτητα. Μᾶς ἔπλασε, γιά νά γίνουμε πρόσωπα καί κοινωνία προσώπων. Οἱ μεγαλύτερες ἀρετές, ἄν μείνουν ἁπλῶς ἀτομικές, εἶναι μετοχές χωρίς ἀντίκρυσμα ἐνώπιον τοῦ Μεγάλου Κριτοῦ, διότι δέν βρῆκαν τήν πραγμάτωση τους μέσα στήν ἀνθρώπινη κοινωνία. Ἔτσι λ.χ. ἡ γνώση εἶναι θεία εὐλογία, ὅταν ὅμως θηρεύεται γιά χάρη τοῦ συνανθρώπου, γιά τήν διακονία τοῦ πλησίον. Τό ἴδιο καί ἡ ἐγκράτεια καί ἡ εὐλάβεια καί ἡ νηστεία καί σύνολη ἡ ἄσκησή μας. Ἄν ὅλα αὐτά γίνονται γιά μία ἀτομική δικαίωση καί ὄχι ὡς διακονία τῶν ἀδελφῶν μας, τῶν πλησίον μας, μᾶς ἐλέγχει ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ: «Ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν» (Ματ. θ΄ 13).
Ὁ κόσμος ἔχει μάθει νά ἐξαγοράζει τά πάντα, ἀκόμη καί τίς συνειδήσεις. Στό χῶρο ὅμως τῆς πίστεως δέν ἰσχύει ὁ νόμος αὐτός. Ἡ ἀτομική εὐσέβεια δέν μπορεῖ νά ἐξασφαλίσει θέση στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἄν δέν γίνει πρῶτα ἐκκλησιαστική, ἄν δέν συνοδεύεται δηλαδή ἀπό τά ἔργα τῆς ἀγάπης. Ὁ στίβος τοῦ χριστιανοῦ εἶναι καί ἡ κοινωνία καί ὄχι μόνο τό «ταμιεῖον». Εἰς τό ταμιεῖον του καταφεύγει ὁ Χριστιανός γιά τόν πνευματικό του ἀνεφοδιασμό. Ποτέ ὅμως δέν ἐξαντλεῖται ἡ πολιτεία του στό στενό χῶρο τῆς ἀτομικότητάς του. Ἄν ἡ πνευματικότητά μας εἶναι ὀρθή, θά ὁδηγεῖ σέ ἀνιδιοτελή ἀγάπη. Τό ἐπιχείρημα τῶν γλυκανάλατων χριστιανῶν τῆς ἀνευθυνότητας καί τοῦ «λάθε βιώσας» δέν ἔχει καμμιά δύναμη. Πρέπει, λοιπόν, νά συνοδεύεται καί ἀπό τό στίβο: «Πάλευσε γιά νά φτιάξεις τή χριστιανική κοινωνία». Διαφορετικά θά εἴμασθε κατά λάθος ἀνάμεσα σέ χριστιανούς.
Ὁ Θεός δέν εἶναι μόνο ἀγάπη, εἶναι καί ἀλήθεια (Ἰωάν. ιδ’ 6· Α’Ἰωάν.δ’ 8,δ΄16, ε’ 6) καί μάλιστα Αὐτοαλήθεια. Ὅποιος προδίδει τήν ἀλήθεια, προδίδει καί τήν ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ «συγχαίρει τῇ ἀληθείᾳ» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 6).Δηλαδή ἡ ἀγάπη συνευδοκιμεῖ μέ τήν ἀλήθεια, δέν ὑπάρχει χωρίς αὐτήν. Νά λοι-πόν πῶς καταξιώνεται ὁ ἀγώνας γιά τήν καθαρότητα τοῦ δόγμα-τος. Ὁ ἀγώνας γιά τήν ἀγάπη εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἐκκλησιαστική διακονία. Εἶναι ἀγώνας πρώτιστα κοινωνικός, γιατί γίνεται χάριν τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ, γιά νά μείνει ἀνεπηρέα-στος ἀπό τήν πλάνη, πού εἶναι πραγματική αὐτοκτονία.
Ὅποιος εἰλικρινά ἀσκεῖ τήν ἀγάπη «δέχεται» τόν Θεό, ἔστω καί ἄν τόν ἀγνοεῖ.Μόνο ἐκεῖ πού ὑπάρχει βάπτισμα καί «ἅγιο Πνεῦμα», εἶναι δυνατό νά ὑπάρξει «τελεία ἀγάπη», ἀγάπη χριστι-ανική. Τό Εὐαγγέλιο λέγει καθαρά: «ὁ… μὴ πιστεύων ἤδη κέκρι-ται, ὅτι μὴ πεπίστευκεν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ Θεοῦ» (Ἰωαν.γ’ 18). Μετά τήν ἔνσαρκη δηλαδή οἰκονομία ἡ κρίση εἶναι συνέπεια τῆς στάσης κάθε ἀνθρώπου ἔναντι τοῦ Χριστοῦ. Κριτήριο μένει ἡ ἀγάπη. Ἀγάπη ὅμως πού προϋποθέτει τήν εἰς Χριστόν πίστη. Γιατί αὐτή εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή. Αὐτή μονάχα δικαιώνει και σώζει…Αὐτή μόνο μπορεῖ νά συγχωρεῖ καί νά ἑνώνει τούς ἀνθρώπους μεταξύ τους καί μέ τόν Θεόν.Ἔτσι ὁ Θεός μᾶς ἕλκει κοντά Του καί μᾶς καθιστᾶ Μέλη τῆς Ἐπουρανίου Βασιλεία Του.
ΑΜΗΝ.