Γράφει ο Επίσκοπος Ωλένης
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ
Σήμερα Κυριακή τῶν Βαῒων, ἀγαπητοί μου ἀναγνῶστες, καί ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία προβάλλει ἐνώπιόν μας τήν θριαμβευτική εἴσοδον τοῦ Κυρίου εἰς τά Ἱεροσόλυμα, γιά νά πορευθῆ εἰς τό ἑκούσιον πάθος Του πρός σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Ὁ Κύριος τῆς Σιών, ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν, ξαναέρχεται σ᾽ αὐτήν καί χαρίζει πάλι τή σωτηρία στόν κόσμο. Τό φῶς τό ἀληθινό μᾶς ἐπισκέπτεται καί ἡ πλάνη διαλύεται, ἡ ἀλήθεια ἐπικρατεῖ, χορεύει ἡ Ἐκκλησία καί χηρεύει ἡ Συναγωγή. Ντροπιάζονται οἱ δαίμονες, συντρίβεται ὁ δράκοντας, χαίρονται τά Ἔθνη καί ἡ Σιών στολίζεται.
Ἄς ἑτοιμάσωμε ὄμορφα τούς δρόμους τῆς ζωῆς, τά βαΐα τῆς νίκης ἄς κρατήσωμε γιά τό νικητή τοῦ θανάτου. Ἀγγελικά ἄς ὑμνήσουμε τό Θεό τῶν Ἀγγέλων. Ἄς κραυγάσωμε μαζί μέ τά παιδιά καί τό πλῆ-θος τό «Ὡσαννά, στόν οὐρανό. Εὐλογημένος αὐτός πού ἔρχεται στ᾽ ὄνομα τοῦ Θεοῦ»(Ἰωάννου ΙΒ΄, 13).
Ὁ Θεός καί ὁ Κύριος φάνηκε σάν φῶς, ἔλαμψε σ᾽ ἐμᾶς πού καθό-μασταν στό σκότος καί τή σκιά τοῦ θανάτου. Ἐφάνηκε ἡ ἐπανόρ-θωση γιά ὅσους ἔπεσαν, φάνηκε ἡ σωτηρία τῶν αἰχμαλώτων, ἡ ἀνά-βλεψη τῶν τυφλῶν καί ἡ παρηγορία γιά ὅσους πενθοῦν. Φάνηκε τῶν διψασμένων τό ξεδίψασμα καί ἡ δικαίωση τῶν ἀδικημένων. Φάνηκε τῶν ἀπελπισμένων ἡ λύτρωση καί ἡ ἕνωση τῶν χωρισμέ-νων. Φάνηκε ἡ θεραπεία τῶν ἀσθενῶν. Φάνηκε ἡ γαλήνη ὅσων εἶχαν βρεθῆ σέ τρικυμία.
Σήμερα γιά τόν ἄνθρωπο ἔρχεται ὁ Θεάνθρωπος Κύριος νά μπῆ στά σκότη καί τή σκιά τοῦ θανάτου. Χθές, ἕξ μέρες πρίν ἀπό τό Πάσχα, ὁ Θεάνθρωπος ἀνασταίνει τόν τετραήμερο Λάζαρο καί τόν χαρίζει στίς δυό ἀδελφές του, ἐνῶ στήν Ἐκκλησία χαρίζει τόν Ἑαυτό Του. Ἐκεῖ μόνο ἡ Βηθανία θαυμάζει. Ἐδῶ ἑορτάζει ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία. Ἑορτάζει τήν ἑορτή τῶν ἑορτῶν, ὅπου ὁ Χριστός εἶναι τό ἀληθινό κρίνο, πού δέν κρίνει ἀλλά σώζει τόν κόσμο. Ὅπου ὁ Χριστός εἶναι τό γιατρευτικό βότανο, πού γιατρεύει ἀληθινά τά πάθη τῶν πνευματικά ἀρρώστων.
Σήμερα τά οὐράνια μέ τά ἐπίγεια καί τά καταχθόνια μαζί ψάλ-λουν. Κάθε στόμα καί πνεῦμα ἄς ἀνοίξη γιά τή δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Τά παιδιά τραγουδοῦν τό «Ὡσαννά» καί οἱ Ἑβραῖοι κραυγάζουν τό σταυρωθήτω. Αὐτά ἔρχονται μέ τά βάγια στό Χριστό κι ἐκεῖνοι Τόν ζυγώνουν μέ μαχαίρια. Αὐτά κρατοῦν κλαδιά τῶν φοινίκων κι ἐκεῖνοι ἑτοιμάζουν τό ξύλο τοῦ Σταυροῦ. Τά παιδιά στρώνουν τά ροῦχα τους στό Χριστό καί οἱ ἱερεῖς σκίζουν τόν Χιτώνα Του. Τά παιδιά προσκύνησαν τά πόδια τοῦ Χριστοῦ κι ἐκεῖνοι τά κάρφωσαν μέ τά καρφιά στόν Σταυρό Του. Τά παιδιά Τοῦ ἀφιερώνουν ὕμνους κι αὐτοί Τοῦ προσφέρουν ξίδι. Τά παιδιά Τοῦ προσφέρουν τήν τιμή καί ἐκεῖνοι τή χολή. Τά παιδιά κουνοῦν τά βάγια κι αὐτοί μέ τή ρομφαία Τόν τρυποῦν.
Τά παιδιά, ἡ φύση χωρίς νά ἔχη πεῖρα τοῦ λόγου, θεολογοῦν μέ τόν προφητικόν λόγον, προσφέρουν τῶν Ἀγγέλων τόν ὕμνο καί κραυγάζουν τό «Ὡσαννά» διότι εἶναι ὁ δημιουργός καί ὁ Σωτήρας ὅλων. Αὐτός κάμει τήν εἴσοδό Του στήν κάτω Ἱερουσαλήμ καί δέν ἀπομακρύνεται ἀπό τήν ἄνω. Αὐτός εἶναι ὁ δημιουργός τῶν αἰώνων καί ἔρχεται ἀπό τήν αἰωνιότητα καί πορεύεται στήν αἰωνιότητα. Αὐτός εἶναι ὁ μόνος δημιουργός τοῦ οὐρανοῦ. Αὐτός βαδίζει στή θάλασσα σάν νά εἶναι στή γῆ. Αὐτός ἔβαλε κορωνίδα τοῦ κόσμου τόν ἄνθρωπο. Αὐτός ἐρρύθμισε τά ὅρια τῶν θαλασσῶν. Αὐτός ἅπλωσε τή γῆ μετέωρη στό κενό. Αὐτός φρόντισε τήν ὀμορφιά τῶν λουλουδιῶν. Αὐτός ἅπλωσε σάν ροῦχο τόν οὐρανό καί τόν ἐστόλισε μέ λαμπρά ἀστέρια. Αὐτόν ὑμνεῖ ὁ ἥλιος καί δοξολογεῖ ἡ σελήνη.
Αὐτόν καλούμεθα νά ὑμνήσουμε καί ἐμεῖς, νά στρώσουμε, ὅπως τά παιδιά, ἀντί τῶν Βαῒων τίς καθαρές καί ἁγνές ψυχές μας πορευόμενον πρός τό ἐκούσιον πάθος Του, γιά νά μᾶς ὁδηγήσει στήν ἄνω Ἱερουσαλήμ καί νά μᾶς καταστήσει κατοίκους τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
ΑΜΗΝ.