Γράφει ο Επίσκοπος Ωλένης
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ
Σήμερα Κυριακή τῆς Τυρινῆς, ἀγαπητοί μου ἀναγνῶστες, καί ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς ὑπενθυμίζει τήν ἐξορία τῶν Πρωτοπλάστων ἀπό τόν Παράδεισον τῆς τρυφῆς.
Ὁ Ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας μᾶς ὑπενθυμίζει:«Στολήν θεοῢφαντον ἀπεξεδύθην ὁ τάλας, σοῦ τό θεῖον πρόσταγμα, παρακούσας Κύριε, συμβουλία ἐχθροῦ • καί συκῆς φύλλα δέ, καί τούς δερματίνους χιτώνας περιβέβλημαι» (Στιχηρόν τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς).
Μέ αὐτούς τούς λόγους, τούς τόσο συγκινητικούς καί συγ-κλονιστικούς, πού φανερώνουν τόν θρῆνον τοῦ Ἀδάμ, οἱ ἱεροί ὑμνογράφοι τῆς Ἐκκλησίας φέρνουν στό νοῦ μας τήν φοβερήν ἐκείνη ἡμέρα τῆς ἐξορίας τῶν Πρωτοπλάστων ἀπό τόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς καί τῆς ἀπολαύσεως.
Δέν καθόρισε τυχαία ἡ Ἐκκλησία μας νά εἶναι τέτοιο τό περιεχόμενο τῆς Κυριακῆς αὐτῆς, πού βρίσκεται στή παραμονή τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἀλλά κυρίως ἐπιζητεῖ νά θέσει τό παρόν καί τό μέλλον τῆς ζωῆς μας σέ νέες βάσεις ἐπανόδου μας στό χαμένο Παράδεισο. Στόν Παράδεισο ἐκεῖνον πού ὑπάρχουν « ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὗς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη» ( Α΄Κορινθ. Β΄, 9).
Στούς ὕμνους αὐτῆς τῆς ἡμέρας ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς ὑπενθυμίζει τήν στολήν τή θεοῢφαντη, πού ἔβγαλε ὁ Ἀδάμ διά τῆς παρακοῆς του. Δέν πρόκειται γιά ἕνα ἐξωτερικό ἔνδυμα, ἀλλά γιά τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία σάν μία ἀόρατη στολή στόλιζε καί λάμπρυνε καἰ προφύλασσε τούς Πρωτοπλάστους.
Τούς χάριζε τήν ἀθωότητα καί τήν ἁγνότητα, τήν ἀπάθεια καί τήν ἁγιότητα καί τούς ἔδινε τή δυνατότητα νά ζοῦν ὡς ἐπίγειοι ἄγγελοι, ἔχοντας τήν ἀνέκφραστη χαρά νά βλέπουν καί νά συνομιλοῦν μέ τό Θεό.
Μέ τό πταῖσμα τῆς παρακοῆς, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἀπομα-κρύνθηκε καί αἰσθάνθηκαν ἔτσι τή γυμνότητα καί τήν ἀπερί-γραπτη αἰσχύνη.
Αὐτή τήν ἀλήθεια μᾶς παρουσιάζει ἀνάγλυφα ὁ ποιητής τοῦ Μεγάλου Κανόνος, ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας,Ἐπίσκοπος Κρήτης: «Διέρ-ρηξα τήν στολήν μου τήν πρώτην, ἥν ἐξυφάνατό μοι, ὁ Πλα-στουργός ἐξ ἀρχῆς, καί ἔνθεν κεῖμαι γυμνός»( ‘Ὠδή Β΄τοῦ Κανόνος).
Ὁ Θεός κατεβαίνει στή γῆ γιά νά βρεῖ ἀποκτηνωθέντα τόν ἄνθρωπο, κατά τήν ὡραιότατη ἔκφραση τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας, νά τόν θεραπεύσει μέ τό ἔλαιον τῆς εὐσπλαχνίας, νά τοῦ μεταδώσει τή δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί νά τοῦ χαρίσει συγχρόνως μία καινούργια στολή, ἀνώτερη ἀπό τήν πρώτη.(ΕΠΕ 25,178).
Γράφει πιό ἀναλυτικά ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ὁ Θεός, ἐρχόμενος στό κατάλυμα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καί βρίσκοντάς την λερωμένη ἀπό ἀκαθαρσίες, γυμνή καί γεμάτη ἀπό αἵματα, τήν ἔλουσε, τήν ἄλειψε, τήν ἔθρεψε, τήν ἔντυσε μέ τέτοιο ἔνδυμα πού παρόμοιο δέν ὑπάρχει. Ὁ ἴδιος ἔγινε περιβολή της καί ἀφοῦ τήν ἔλαβε, ἔτσι τήν ὁδηγεῖ πρός τά ἄνω» (ΕΠΕ, Β΄, 211).
Ὁ Χριστός μᾶς ἔντυσε μέ τόν Ἑαυτό Του σάν νά εἶναι ἔνδυμα. Γι’αὐτό καί ὅταν τελεῖται τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, ἐπα-ναλαμβάνουμε τούς λόγους τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Ὅσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε»( Γαλάτας Γ΄, 27).
Αὐτήν τήν θεοῢφαντη στολήν τῆς Θείας Χάριτος τήν διατη-ροῦμε διά τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων, ἰδιαιτέρως δέ διά τοῦ Μυστηρίου τῆς Θ. Εὐχαριστίας καί γινόμεθα θεοφόροι καί χριστοφόροι. Γινόμεθα σύσσωμοι καί σύναιμοι Χριστοῦ.
Αὐτή ἡ ἕνωση μέ τόν Χριστόν μεταμορφώνει τήν ψυχή μας καί ὁλόκληρη τήν ὕπαρξή μας, ὥστε νά καταστοῦμε ἐκ νέου κάτοικοι τοῦ Παραδείσου καί Μέλη τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.
ΑΜΗΝ.