Γράφει ο Επίσκοπος Ωλένης
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ
Σήμερα Κυριακή τοῦ Ἀσώτου, ἀγαπητοί μου ἀναγνῶστες, εὑρισκόμεθα μέσα στήν περίοδο τοῦ Τριωδίου, πού εἶναι ἡ προπαρασκευαστική περίοδος γιά νά εἰσέλθουμε στό πνευμα-τικό στάδιο τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς.
Ἡ ὅλη δομή τοῦ Τριωδίου συνιστᾶ καί συγκροτεῖ μία κλίμα-κα, μία ἀνοδική πορεία, πού ἀνεβάζει τόν πιστό ἀπό τήν κάθαρση στόν φωτισμό καί ἀπό τόν φωτισμό στήν θέωση, δηλαδή ἀπό τήν γῆ στόν οὐρανό. Tό Τριώδιο στήν πρώτη βαθμίδα εἰσάγει τόν πιστό στήν ταπείνωση καί στήν συντριβή τῆς καρδιᾶς του, πού εἶναι τό πιό ἀπαραίτητο ἐφόδιο γιά τήν θεραπεία τῆς ψυχῆς ἀπό τά πάθη. Κατόπιν στήν ἑπόμενη βαθμίδα μᾶς παρουσιάζει τήν δύναμη τῆς μετανοίας καί τό μέγεθος τῆς εὐσπλαχνίας τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος δέχεται τήν μετάνοια τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὅταν αὐτός μετανοεῖ εἰλικρινά καί τόν ἀνεβάζει στήν τρίτη βαθμίδα , δηλαδή στήν κατάσταση τοῦ υἱοῦ καί κληρονόμου τῆς Βασιλείας Του, στήν θέωση.
Προϋπόθεση αὐτῆς τῆς πνευματικῆς πορείας εἶναι ἡ βίωση τῆς ἀρετῆς τῆς ἀγάπης, πού εἶναι μία κίνηση ἐξόδου ἀπό τήν ἀτομοκρατούμενη ἀγκύλωση τοῦ ἑαυτοῦ μας γιά τή συνάντηση καί τή γνωριμία τοῦ ἄλλου, τό συστατικό δηλαδή πού συνιστᾶ τήν κοινωνία προσώπων, πού εἶναι σχέσης ἀγάπης.
Τό Τριώδιο καί ἡ Σαρακοστή εἶναι μία πορεία πρός ἑαυτόν, δηλαδή ἡ ἀρχή τῆς φυγῆς ἀπό τά γήϊνα, τό πέρασμα δηλαδή ἀπό τήν ἐπιγειοποίηση στό οὐράνιο ἐπίπεδο μέ ποδηγέτη καί τιμονιέρη τήν Εκκλησία, ἰδιαίτερα τή Μεγάλη Τεσσαρακοστή, καί μέ ὁδοδείκτη τό Τριώδιο.
Ἡ Ἐκκλησία ὄχι ὅπως παραφθαρμένα ἐμφανίζεται σήμερα ὡς διοίκηση οὔτε ὡς ἱδρυματικότητα καί θρησκειοποίηση , πού κυριολεκτικά ἔχει φέρει σύγχυση σ’ αὐτό πού εἶναι Ἐκκλησία, ἀπό αὐτό πού δέν εἶναι. Ἴσως ἡ ἐντρύφηση στό Τριώδιο καί ἡ Μεγάλη Σαρακοστή νά σταθοῦν μία καινούργια πρόκληση ξανανακάλυψης τῆς Ἐκκλησίας σάν πείνα καί δίψα γιά νά ζήσει ὁ κόσμος τήν ὄντως ζωή, τήν ἀπαλλαγμένη ἀπό τή φθορά καί τό θάνατο.
Τό Τριώδιο καί ἡ Μεγάλη Σαρακοστή εἶναι μία πορεία γιά μία συνάντηση μέ τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος ἔρχεται θεληματικά ἀπό ἀγάπη καί μάλιστα «ὡς Νυμφίος», «ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός», ἐπειδή μᾶς ἀγάπησε καί λαχταρᾶ νά μᾶς κάνει καί πάλι παιδιά τοῦ Θεοῦ καί ἀδελφούς Του. Ἔτσι ψάλλει ἡ Ἐκκλη-σία τή Μεγαλη Ἑβδομάδα, «ἰδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτος».
Δέν ἔχει καμία σχέση ἡ περίοδος αὐτή μέ εὐσεβιστικούς συ-ναισθηματισμούς καί φορτίσεις συγκινησιακές, ἀλλά πρόκει-ται γιά μία κλήση – πρόσκληση καί πρόκληση ὑπαρκτικῆς μα-θητείας τῆς Ἐκκλησίας. Γιά μία κλήση στήν αὐτογνωσία, ἐκείνου πού εἴμαστε καί αὐτό πού θά γίνουμε, δηλαδή ἅγιοι ἐν ἐλευθερίᾳ καί ἐλεύθεροι ἐν ἁγιότητι.
Μέ αὐτή τήν ἔννοια ὁ θάνατος εἶναι προσωρινός πάντοτε, ὅσο δυνατός κι’ἄν φαίνεται, τόν κονιορτοποιεῖ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, μέ τήν ὁποία πλέον ἡ «ζωή πολιτεύεται». Ἡ ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου ὄχι σάν μία παράταση κάποιου εἴδους ζωῆς, ἀλλά μέ τήν ἔννοια τῆς «Θεοπτίας», δηλαδή τοῦ διαρκοῦς καί ἀτελείωτου κοιτάγματος τοῦ Θεοῦ «πρόσωπο πρός πρόσωπο».
Ἡ σωτηρία δέν εἶναι μία ἀφηρημένη ἔννοια. Δέν εἶναι ἕνα διανόημα ἤ τέλος πάντων ἕνα θεώρημα ψυχολογικῶν τακτο-ποιήσεων. Σωτηρία μας εἶναι ὁ Θεός. Ἀρχίζει ἀπό τή στιγμή τῆς ἄρνησης τῆς αὐτοδικαίωσης καί τῆς αὐτοσωτηρίας μας. Ἔτσι ἀποκτᾶ νόημα αὐτό τό χρονικῆς διάρκειας βιολογικό μας φαι-νόμενο, πού τό λέμε «ζωή» καί λόγωση ἤ ἀλογία τοῦ θανάτου μας.
Ὅπως ὁ ἄσωτος υἱός μέ τήν αὐτογνωσία του ἐπιστρέφη στόν Θεόν Πατέρα του καί σώζεται καί χαίρεται καί ἀληθινά ζεῖ, ἔτσι καί ἐμεῖς μέ τήν εἰλικρινή μετάνοια καί τήν συμμετοχή μας στήν μυστηριακή ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας κερδίζουμε τήν σωτηρία μας καί τήν αἰωνότητα. ΑΜΗΝ.